Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

20 χρόνια χωρίς την Αλίκη



sweet bird of youth

Του συνεργάτη μας Κώστα Ζαχαράκη

Φθινόπωρο 1990. Η Αλίκη έχει μόλις αφήσει πίσω της μια τεράστια αποτυχία στην Επίδαυρο και επιστρέφει στην αθηναϊκή σκηνή τολμώντας να ανεβάσει Τένεσι Ουίλιαμς. Αρχικά προτείνει στον Ανδρέα Βουτσινά το Λεωφορείο ο Πόθος, άλλωστε είμαι ήδη μια Μπλανς του λέει, εδώ και χρόνια κρύβομαι στα σκοτάδια. Εκείνος επιμένει για το Γλυκό Πουλί της Νιότης και η Αλίκη μεταπείθεται. Η ηρωίδα έχει μνημειώδεις ατάκες, «ήξερα πάντα πως ο μύθος μου δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη βιτρίνα της νιότης» ˙ ωστόσο πρέπει να είναι σπασμένη, απελπισμένη, επιβιωτική. Πρόβες επί προβών με το σκηνοθέτη να δηλώνει ενθουσιασμένος, σχεδόν δακρύζει κάθε φορά που η πρωταγωνίστρια στέκεται στο προσκήνιο και εκστομίζει «Γριά, γριά δεν είμαι. Όμως δεν είμαι και νέα..» Αλεξάνδρα Ντε Λάγκο.

Για άλλη μια φορά η ηθοποιός λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο. Oι νοικοκυρές και τα κοριτσόπουλα ήρθαν να δουν την Αλίκη του Φίνου, τη star, την αγέραστη. «Είσαι!» φωνάζουν θρασύτατα, «Είσαι νέα!». Οι εξαντλητικές πρόβες πάνε περίπατο, το κοινό διαφωνεί, το έργο καταντά interactive. Η παραπάνω ιστορία δεν είναι αστικός μύθος αλλά μια κορυφαία στιγμή αποκάλυψης της βαθύτερης αλήθειας του προσώπου.

Το πρόσωπο λέγεται “Aλίκη Βουγιουκλάκη” ή απλώς “Aλίκη”. Kάποιος είπε πως σ` αυτή τη χώρα όταν λες σκέτα “Aλίκη” εννοείς τη Bουγιουκλάκη ακόμα κι αν Αλίκη λένε τη μάνα σου. Υπερβολή ίσως. Μα και οι υπερβολές δηλώνουν κάποιες αλήθειες.

Η Αλίκη λοιπόν σκάει μύτη στο ελληνικό θέαμα το 1953 μ` ένα μικρό ρολάκι στον Κατά φαντασίαν ασθενή του Μολιέρου. Την επόμενη χρονιά θα παίξει στην πρώτη της κινηματογραφική ταινία και πριν κλείσει πενταετία στο χώρο θα βρεθεί να χαίρει μιας ασύλληπτης δημοτικότητας που θα κρατήσει ως το θάνατό της. Μόλις σαράντα χρόνια αργότερα.

Όμως το impact στο συναίσθημα του λαού δεν τελειώνει εκεί ˙ σ` αυτή τη χώρα υπάρχει μια αναλογική σχέση ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος που προκαλεί κάποιος. Γίνεται ταυτόχρονα και αντί-δημοφιλής, είναι η ηθοποιός που δεν παίζει ποτέ σωστά, η ατάλαντη diva, η bitch επιχειρηματίας, η γκόμενα του ξενόφερτου βασιλιά.

Θα ισορροπήσει πάνω στο τεντωμένο σκοινί οχυρωμένη πίσω από μια ατσάλινη περσόνα ˙ ξανθιά, χαμογελαστή και απαστράπτουσα. Πάντα καλή ,πάντα έξυπνη, πάντα έτοιμη. Και οι ψυχολόγοι ξέρουν καλά πως οι εξιδανικεύσεις χρησιμοποιούνται απλώς για να κρύβουν τα τραύματα. Ειδικά όταν αυτό που εξιδανικεύεις είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Με μαζοχιστική επιμονή θα υπονομεύσει το ταλέντο της χωρίς πάντως να παραιτηθεί από την επιθυμία για καλλιτεχνική αναγνώριση. Έτσι η επιτυχία θα συνεχίζεται αμείωτη για δεκαετίες, χέρι-χέρι με την απαξίωση. Σε κανένα ελληνικό σαλόνι δε θα βρεθεί κάποιος να υποστηρίξει πως η Βουγιουκλάκη είναι καλή ηθοποιός αν και όλοι θα δουν την ελληνική ταινία του Σαββάτου όταν παίζει εκείνη. Η χρήση μανιέρας συγχωρείται σε ολόκληρη την γενιά του `60 με μία μόνο εξαίρεση. Είναι θαυμάσια στην περίπτωση του Θανάση Βέγγου αλλά ασυγχώρητη στην Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Οι αριθμοί πάντως την αγαπάνε ˙ δεν την εγκαταλείπουν στιγμή. Οι ταινίες της κάνουν δυο καριέρες, η πρώτη στην μεγάλη οθόνη και η δεύτερη στη μικρή. Στην πρώτη τους καριέρα σπάνε τα ταμεία, στη δεύτερη εκτινάσσουν τους δείκτες τηλεθέασης. Τα περιοδικά και οι εφημερίδες δε σταματάνε ούτε μια εβδομάδα (από τα τέλη της δεκαετίας του `50 και ως τα μέσα της δεκαετίας του `90) να της αφιερώνουν ζωτικό χώρο, μα πάνω απ` όλα το Θέατρο της είναι σχεδόν πάντα γεμάτο. Πλήρης απογευματινή και βραδινή σε ένα Θέατρο χιλίων θέσεων επί σαράντα έτη.

Κάθε λίγα χρόνια επιχειρεί μια στροφή. Παίρνει μια ελάχιστη γεύση αναγνώρισης και επιστρέφει στην καθήλωση της. Στην περσόνα που δε γερνάει ποτέ. Βλέπει τη Τζένη Καρέζη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τα δυο άλλα μεγάλα αστέρια της γενιάς της να επιτυγχάνουν εκεί που η ίδια αδυνατεί. Κι όμως, την “υπογράφουν” οι καλύτεροι. Τη σκηνοθετούν ο Ανδρέας Βουτσινάς, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Μίνως Βολονάκης, ακόμα και ο διεθνής Μάουρο Μπολονίνι. Μεταφράσεις από Μάριο Πλωρίτη και Παύλο Μάτεσι, στίχοι στο Kαμπαρέ από τον Γιάννη Ξανθούλη. Τη Φιλουμένα μετέφρασε για την Αλίκη ο Κώστας Ταχτσής(!), σκηνικά στο Καίσαρ και Κλεοπάτρα έκανε o άνθρωπος που μαζί με τον Εμπειρίκο έφερε στα ελληνικά γράμματα τον υπερρεαλισμό, ο Νίκος Εγγονόπουλος. Η ελληνική αβαν-γκαρντ δουλεύει μαζί της χωρίς αυτό να της προσδίδει κανένα καλλιτεχνικό κύρος. Παράδοξο.

Τα χρόνια περνάνε και η Αλίκη μεγαλώνει μόνο για να μικρύνει ξανά. Όχι πολύ μετά την εξηντάχρονη Αλεξάνδρα Ντε Λάγκο του 1990 θα ανεβάσει τη δεσποινίδα Πέπσι. Στις συνεντεύξεις της ακκίζεται κοιτώντας κατάματα το φακό. Ξεγελάει αλλά όχι το χρόνο. Ξεγελάει με κόστος την ανειλικρίνεια.

Στην προσωπική της ζωή οι έρωτες έρχονται και φεύγουν μαζί με τους κολλητούς φίλους του εκάστοτε αγαπημένου, οι οποίοι εν ριπή οφθαλμού, γίνονται και δικοί της. Είναι το χάρισμα κάθε ναρκισσιστικής προσωπικότητας να γίνεται αγαπητή άμα τη εμφανίσει. Αρκεί να το θέλει. Καμιά φορά και χωρίς να το θέλει.

Έτσι, μπορεί να εντοπίσει κανείς (ψάχνοντας συνεντεύξεις και αφιερώματα) υπερβολικά πολλά άτομα που έχουν δηλώσει πως υπήρξε αδερφική τους φίλη, πρόσωπο οικειότητας και απολύτου εμπιστοσύνης. Άτομα ετερόκλητα, ανήκοντα σε κύκλους που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και που ο κάθε κύκλος περιγράφει με διαφορετικά λόγια τον κοινό συγγενή. Κατακερματισμένος καθρέφτης ή επικοινωνιακή ιδιοφυία; Ίσως και τα δυο αφού η ευλογία του καθενός αποτελεί εξίσου και την κατάρα του.

Απόλυτη σταθερά πάντως η οικογένεια της, ειδικά η μητέρα. Κι αυτό εξηγεί τα πάντα. Η Αλίκη παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της “κόρη”. Μιας ελληνίδας μητέρας. Συντηρητικής και Χηρεύσασας. Που δεν ξανάφτιαξε ποτέ τη ζωή της επειδή πρωτίστως έπρεπε να εποπτεύει τα τέκνα της. Η “κόρη” δεν απομακρύνθηκε ποτέ ψυχικά από τη μάνα και τα αδέρφια και επίσης δεν άλλαξε ποτέ σπίτι. Επέλεξε να μένει στο κέντρο της Αθήνας, ένα πράμα σα να βρίσκεις τη Madonna στην Times Square.

Γιατί τόση ευκρίνεια; Γιατί τόσο εύκολη πρόσβαση; Πολλές φορές πήγαινε ως το θέατρο της με τα πόδια κατεβαίνοντας την Ακαδημίας.

Ένα είναι σίγουρο, η Αλίκη δε γίνεται να γεράσει κι ούτε επιτρέπεται να παίξει αποστασιοποιημένα. Το κοινό είναι ζεστό, είναι θηλυκό, έχει βλέμμα και απαιτεί να δει το κοριτσάκι του. Προσομοίωση οικογενειακού μοντέλου, το κοινό έγινε η μητέρα.

Κι έπειτα, είναι η “εθνική star” και την εποχή που κατοχυρώνει τον τίτλο, στην αρχή της δεκαετίας του `60, η Ελλάδα προσποιείται με πείσμα πως επουλώνει τα τραύματά της. Η προσπάθεια προσωποποιείται σε ένα πρόσωπο εκφραστικό, το πιο εκφραστικό του παγκόσμιου κινηματογράφου κατά τον Ρούντολφ Μάτε. Τι άλλο επιτρέπεται να δείξει λοιπόν αυτό το πρόσωπο εκτός από κατάφαση;

Μονάχα ο Χατζιδάκις ,με την ακομπλεξάριστη ευφυΐα του, θα αντιληφθεί πως η φίλη του επιτελεί υψηλότερο καλλιτεχνικό έργο από δεκάδες άλλες θεατρίνες που μπορούν μεν να αποδώσουν σωστά την Έντα Γκάμπλερ αλλά δεν μπορούν επ` ουδενί να αντιπροσωπεύσουν τον ψυχισμό ενός ολόκληρου λαού. Γιατί για να κάνεις αυτό το τελευταίο χρειάζεται στόφα και μέγεθος. Και ίσως κύτταρο ιερής αγελάδας.

Είχε η ίδια σχέδιο εξόδου από όλο αυτό; Κάποιοι είπαν πως προσπαθούσε να εκπαιδεύσει σταδιακά το κοινό της, πως περίμενε την ενηλικίωση του επιχειρώντας τμηματικά μια στροφή που δεν θα το τρομάξει. Μεγαλεπήβολο εγχείρημα, ίσως παγκόσμια πρωτοτυπία. Να προσδοκάς την εξέλιξη ενός ολόκληρου λαού, να υποθέτεις πως δεκαετίες μετά η πιο πετυχημένη γυναίκα δε θα χρειάζεται πλέον να μασκαρεύεται από τίγρη σε γάτα εντός και εκτός σκηνής. Μείνε νέα λοιπόν, συντήρησε το μύθο σου και σπείρε μικρές υποψίες διαφορετικότητας. Και βλέπουμε.

Άλλες στιγμές φάνηκε να ασφυκτιά, υπονόησε πως το κοινό την κρατά σκλαβωμένη, πως η Ελλάδα της έβαλε δεσμά και πως θυσίασε το δυναμικό της για χάρη του κόσμου. Πώς να πιστέψεις όμως έναν καλλιτέχνη που είχε, σε ανύποπτο χρόνο, δηλώσει «λέω πάντα ψέματα, σε όλες μου τις συνεντεύξεις»; Κι όμως, λίγο μετά τη συνάντηση της με τη χαμένη ευκαιρία που λεγόταν Αλεξάνδρα Ντε Λάγκο, πιθανόν και να αποδέχτηκε αυτά τα δεσμά. Δεν υπάρχει κάτι άλλο που να μπορεί να εξηγήσει μια σειρά από παράξενες αποφάσεις που πήρε στις αρχές της δεκαετίας του `90 και οι οποίες έκαναν τη ζωή της να περάσει σε μια οιονεί άχρονη καθημερινότητα. Έπαψε να διαβάζει εφημερίδες και απαγόρευσε σε όλους τους φίλους της να της μεταφέρουν τόσο τα καλά όσο και τα άσχημα σχόλια. Η Αλίκη συνθηκολόγησε και σύντομα μετά από αυτό πέθανε. Ίσως να έγινε κι έτσι.

Σήμερα, 20 χρόνια μετά το θάνατό της (και σχεδόν 45 μετά την τελευταία της ταινία με την F.F.) ο θρύλος της Αλίκης μάλλον ζει. Όχι επειδή αγαπάμε ακόμα τις ταινίες της, θυμόμαστε τα τραγούδια της, μιλάμε γι` αυτήν, ανεβάζουμε αφιερώματα στο διαδίκτυο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από την αυτιστική άρνηση του πνευματικού κόσμου αυτής της χώρας -ακόμα και σήμερα- να της αποδώσει καλλιτεχνικό μέγεθος. Παραδόξως πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που ισχυρίζονται πως αυτό που σε καταξιώνει τελικά είναι ο Χρόνος.

Κι ήτανε Άνοιξη
κι ήτανε μέθη
-κι ήσουν εσύ
Κι ήτανε νύχτα
κι ήταν χειμώνας
-κι ήμουν εγώ
Κι ήμασταν λίγοι
κι ήμασταν όλοι
-εμείς οι δυο.
Κι έξω γκρεμίζονταν ένας αιώνας
-ένα θεριό.
Κι ήταν αρώματα και ξημερώματα
-κι ήσουν εσύ.
Κι ήταν οράματα κι ήταν γεράματα
-κι ήμουν εγώ.
Κι έξω καρφώνανε τα ξημερώματα
κάτι ικριώματα
τάφο χτιστό.
Για να κρεμάσουνε και να δοξάσουνε
κάποιο Χριστό.

Ποίημα του Μενέλαου Λουντέμη γραμμένο για την Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Άρθρο: Κώστας Ζαχαράκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: